Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συγγραφή
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
συγγραφ
ή
οι
συγγραφ
ές
γενική
της
συγγραφ
ής
των
συγγραφ
ών
αιτιατική
τη
συγγραφ
ή
τις
συγγραφ
ές
κλητική
συγγραφ
ή
συγγραφ
ές
Κατηγορία
όπως «
ψυχή
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
συγγραφή
< (
διαχρονικό δάνειο
)
αρχαία ελληνική
συγγραφή
Ουσιαστικό
επεξεργασία
συγγραφή
θηλυκό
(
λόγιο
) η ενέργεια ή αποτέλεσμα του
συγγράφω
, η διαδικασία της
σύνταξης
ενός
κειμένου
ή
βιβλίου
Συγγενικά
επεξεργασία
σύγγραμμα
συγγραφέας
συγγραφικός
συγγράφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συγγραφή
αγγλικά
:
writing
(en)
γαλλικά
:
rédaction
(fr)
,
écriture
(fr)