Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
writing writings

writing (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η γραφή, το γράψιμο, η ενέργεια του γράφω
    ⮡  He knows writing and reading.
    Ξέρει γραφή και ανάγνωση.
    ⮡  In first grade, children learn writing and reading.
    Στην πρώτη δημοτικού τα παιδιά μαθαίνουν γραφή και ανάγνωση.
    ⮡  letter/article writing - γράψιμο επιστολής/άρθρου
    ⮡  Writing with a pencil may be more difficult for left-handed people.
    Το γράψιμο με μολύβι ενδέχεται να είναι πιο δύσκολο για τους αριστερόχειρες.
  2. (μη μετρήσιμο) η συγγραφή, η γραφή, η ενέργεια του γραφώ βιβλία, άρθρα, κτλ. ειδικά για δουλειά
    ⮡  He took up writing as a profession.
    Έκανε τη συγγραφή επάγγελμα.
    ⮡  I don’t like his writing, it’s hard to understand.
    Δεν μου αρέσει η γραφή του, είναι δυσνόητη.
  3. (μη μετρήσιμο) η γραφή, το γραπτό, τα βιβλία, άρθρα, κείμενα κτλ. γενικά
    ⮡  Modern literary writing often presents elements that are difficult to understand.
    Η σύγχρονη λογοτεχνική γραφή παρουσιάζει συχνά στοιχεία δυσκολονόητα.
    ⮡  I made a revision to your writing/piece of writing.
    Έκανα αναθεώρηση στο γραπτό σου.
  4. (μη μετρήσιμο) η γραφή, το γράψιμο, ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο κάποιος σχηματίζει γράμματα όταν γράφει
    ⮡  hieroglyphic/Greek/Latin writing - ιερογλυφική/ελληνική/λατινική γραφή
    ⮡  a poet with completely personal writing - ποιητής με εντελώς προσωπικό γράψιμο
  5. (μη μετρήσιμο) η γραφή, οι λέξεις που έχουν γραφτεί ή ζωγραφιστεί πάνω σε κάτι
    ⮡  illegible/legible writing - δυσανάγνωστη/ευανάγνωστη γραφή
  6. (μόνο πληθυντικός) τα γραπτά, μια ομάδα κειμένων, ειδικά από ένα συγκεκριμένο άτομο ή για ένα συγκεκριμένο θέμα
    ⮡  Plato’s ideas for justice are developed in his writings, the Republic.
    Οι ιδέες του Πλάτωνα για τη δικαιοσύνη αναπτύσσονται στα γραπτά του, στην Πολιτεία.

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

writing (en)