writing
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
writing | writings |
writing (en)
- (μη μετρήσιμο) η γραφή, το γράψιμο, η ενέργεια του γράφω
- ⮡ He knows writing and reading.
- Ξέρει γραφή και ανάγνωση.
- ⮡ In first grade, children learn writing and reading.
- Στην πρώτη δημοτικού τα παιδιά μαθαίνουν γραφή και ανάγνωση.
- ⮡ letter/article writing - γράψιμο επιστολής/άρθρου
- ⮡ Writing with a pencil may be more difficult for left-handed people.
- Το γράψιμο με μολύβι ενδέχεται να είναι πιο δύσκολο για τους αριστερόχειρες.
- ⮡ He knows writing and reading.
- (μη μετρήσιμο) η συγγραφή, η γραφή, η ενέργεια του γραφώ βιβλία, άρθρα, κτλ. ειδικά για δουλειά
- ⮡ He took up writing as a profession.
- Έκανε τη συγγραφή επάγγελμα.
- ⮡ I don’t like his writing, it’s hard to understand.
- Δεν μου αρέσει η γραφή του, είναι δυσνόητη.
- ⮡ He took up writing as a profession.
- (μη μετρήσιμο) η γραφή, το γραπτό, τα βιβλία, άρθρα, κείμενα κτλ. γενικά
- ⮡ Modern literary writing often presents elements that are difficult to understand.
- Η σύγχρονη λογοτεχνική γραφή παρουσιάζει συχνά στοιχεία δυσκολονόητα.
- ⮡ I made a revision to your writing/piece of writing.
- Έκανα αναθεώρηση στο γραπτό σου.
- ⮡ Modern literary writing often presents elements that are difficult to understand.
- (μη μετρήσιμο) η γραφή, το γράψιμο, ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο κάποιος σχηματίζει γράμματα όταν γράφει
- ⮡ hieroglyphic/Greek/Latin writing - ιερογλυφική/ελληνική/λατινική γραφή
- ⮡ a poet with completely personal writing - ποιητής με εντελώς προσωπικό γράψιμο
- (μη μετρήσιμο) η γραφή, οι λέξεις που έχουν γραφτεί ή ζωγραφιστεί πάνω σε κάτι
- ⮡ illegible/legible writing - δυσανάγνωστη/ευανάγνωστη γραφή
- (μόνο πληθυντικός) τα γραπτά, μια ομάδα κειμένων, ειδικά από ένα συγκεκριμένο άτομο ή για ένα συγκεκριμένο θέμα
- ⮡ Plato’s ideas for justice are developed in his writings, the Republic.
- Οι ιδέες του Πλάτωνα για τη δικαιοσύνη αναπτύσσονται στα γραπτά του, στην Πολιτεία.
- ⮡ Plato’s ideas for justice are developed in his writings, the Republic.
Σύνθετα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαwriting (en)
Πηγές
επεξεργασία- writing - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 829. ISBN 9780194325684., λήμμα: συγγραφή