γραφή
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γραφή | οι | γραφές |
γενική | της | γραφής | των | γραφών |
αιτιατική | τη | γραφή | τις | γραφές |
κλητική | γραφή | γραφές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γραφή < κληρονομημένη από την αρχαία ελληνική γραφή[1] < γράφω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣɾaˈfi/
- συλλαβισμός : γρα‐φή
- τονικό παρώνυμο: γράφει
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γραφή θηλυκό
- η ανθρώπινη επινόηση για την παράσταση του λόγου και της σκέψης με σύμβολα (γράμματα, συλλαβογράμματα, ιδεογράμματα) που σχηματίζονται πάνω σε κατάλληλο υλικό (πέτρα, περγαμηνή, χαρτί κλπ)
- η ενέργεια με την οποία κάποιος γράφει κάτι ή η συγγραφική δραστηριότητα
- ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο κάποιος γράφει ή ο γραφικός χαρακτήρας ενός ατόμου
- ↪ δυσανάγνωστη γραφή
- ο συγκεκριμένος ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο κάποιος εκφράζεται γραπτώς, το ύφος
- ↪ η υπαρξιακή γραφή του τάδε ποιητή
- κάθε μία από τις περισσότερες διαδοχικές εκδοχές ενός κειμένου
- ↪ η πρώτη γραφή των Ελεύθερων Πολιορκημένων του Σολωμού
- (παρωχημένο ή λογοτεχνικό) επιστολή
- (με κεφαλαίο) η Αγία Γραφή
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη γράφω
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
η αναπαράσταση λόγου με γράμματα ή σύμβολα
ο ιδιαίτερος τρόπος που γράφει κάποιος
Επεξεργασία
- ↑ «γραφή» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «γραφή» - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- «γραφή» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «γραφή» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.