Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γραφικός η γραφική το γραφικό
      γενική του γραφικού της γραφικής του γραφικού
    αιτιατική τον γραφικό τη γραφική το γραφικό
     κλητική γραφικέ γραφική γραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γραφικοί οι γραφικές τα γραφικά
      γενική των γραφικών των γραφικών των γραφικών
    αιτιατική τους γραφικούς τις γραφικές τα γραφικά
     κλητική γραφικοί γραφικές γραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία Επεξεργασία

γραφικός
που σχετίζεται με τη γραφή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γραφικός (του γραψίματος) και γαλλική graphique
που είναι χαριτωμένος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γραφικός (περιγραφικός, ζωηρός) και σημασιολογικό δάνειο από την ιταλική pittoresco ή τη γαλλική pitoresque [1]
Συγχρονικά αναλύεται σε γράφ(ω) + -ικός

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣɾa.fiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γρα‐φι‐κός

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

γραφικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με τη γραφή
    αγόρασα τετράδια και γραφική ύλη
  2. σχετικός με το σχέδιο
    γραφικές τέχνες (και δημωδώς γραφιστικές)
  3. γοητευτικός, χαριτωμένος
     συνώνυμα: όμορφος, ειδυλλιακός
  4. περίεργος, παράξενος, εκκεντρικός, συνήθως με αρνητική έννοια και ενίοτε συγκατάβαση
    γραφικός άνθρωπος, ο sui generis

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  Αντίστροφο λεξικό του Βικιλεξικού:
  Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που λήγουν σε «-γραφικός»

Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

γραφικός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γραφικός. Συγχρονικά ανλύεται σε γράφ(ω) + -ικός

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

γραφικός, -ή, -όν

  1. ο αρμόδιος, ο κατάλληλος για να γράψει
  2. που σχετίζεται με τα γράμματα, τη μόρφωση

Παράγωγες λέξειςΕπεξεργασία

ΣύνθεταΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία Επεξεργασία

γραφικός < γράφ(ω) + -ικός

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

γραφικός, -ή, -όν

  1. ο ικανός να γράψει να ζωγραφίσει
  2. (ελληνιστική κοινή) περιγραφικός, ζωηρός

Παράγωγες λέξειςΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΣύνθεταΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία