↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συγκατάβαση οι συγκαταβάσεις
      γενική της συγκατάβασης* των συγκαταβάσεων
    αιτιατική τη συγκατάβαση τις συγκαταβάσεις
     κλητική συγκατάβαση συγκαταβάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συγκαταβάσεως
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συγκατάβαση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συγκατάβασις[1] < αρχαία ελληνική συγκαταβαίνω < (σύν) συγ- + (κατά) κατα- + βαίνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /siŋ.ɡaˈta.va.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐γκα‐τά‐βα‐ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συγκατάβαση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία