↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συγκαταβατικότητα οι συγκαταβατικότητες
      γενική της συγκαταβατικότητας των συγκαταβατικοτήτων
    αιτιατική τη συγκαταβατικότητα τις συγκαταβατικότητες
     κλητική συγκαταβατικότητα συγκαταβατικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συγκαταβατικότητα < συγκαταβατικός + -ότητα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συγκαταβατικότητα θηλυκό

  1. (λόγιο) το να είναι κάποιος συγκαταβατικός, η ιδιότητα του συγκαταβατικού
  2. συγκατάβαση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία