συγκαταβατικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγκαταβατικός < ελληνιστική συγκαταβατικός< συγκαταβαίνω
Επίθετο
επεξεργασίασυγκαταβατικός
- αυτός που δείχνει συγκατάβαση
- που είναι επιεικής, ενδοτικός
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συγκαταβατικός