Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγκαταβατικός < ελληνιστική συγκαταβατικός< συγκαταβαίνω

  Επίθετο επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγκαταβατικός η συγκαταβατική το συγκαταβατικό
      γενική του συγκαταβατικού της συγκαταβατικής του συγκαταβατικού
    αιτιατική τον συγκαταβατικό τη συγκαταβατική το συγκαταβατικό
     κλητική συγκαταβατικέ συγκαταβατική συγκαταβατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγκαταβατικοί οι συγκαταβατικές τα συγκαταβατικά
      γενική των συγκαταβατικών των συγκαταβατικών των συγκαταβατικών
    αιτιατική τους συγκαταβατικούς τις συγκαταβατικές τα συγκαταβατικά
     κλητική συγκαταβατικοί συγκαταβατικές συγκαταβατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

συγκαταβατικός

  • αυτός που δείχνει συγκατάβαση
  • που είναι επιεικής, ενδοτικός

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία