Δείτε επίσης: ἀνεκτικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεκτικός η ανεκτική το ανεκτικό
      γενική του ανεκτικού της ανεκτικής του ανεκτικού
    αιτιατική τον ανεκτικό την ανεκτική το ανεκτικό
     κλητική ανεκτικέ ανεκτική ανεκτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεκτικοί οι ανεκτικές τα ανεκτικά
      γενική των ανεκτικών των ανεκτικών των ανεκτικών
    αιτιατική τους ανεκτικούς τις ανεκτικές τα ανεκτικά
     κλητική ανεκτικοί ανεκτικές ανεκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανεκτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνεκτικός (υπομονετικός) < αρχαία ελληνική ἀνεκτ(ός) + -ικός → δείτε το αρχαίο  ἀνέχω < ἀν(ά) + ἔχω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ne.ktiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νε‐κτι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

ανεκτικός, -ή, -ό

  • που ανέχεται, που δείχνει ανοχή και σεβασμό απέναντι σε ανθρώπους, στάσεις, αντιδράσεις που προκαλούν ενόχληση ή απλώς διαφέρουν από το κοινά παραδεκτό
    άλλες μορφές: ανεχτικός

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ανέχομαι, ανά και έχω & το αρχαίο ἀνέχω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία