permissif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | permissif | permissifs |
θηλυκό | permissive | permissives |
Επίθετο
επεξεργασίαpermissif (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | permissif | permissifs |
θηλυκό | permissive | permissives |
permissif (fr)