Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανεκτικότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ανεκτικότητ
α
οι
ανεκτικότητ
ες
γενική
της
ανεκτικότητ
ας
των
ανεκτικοτήτ
ων
αιτιατική
την
ανεκτικότητ
α
τις
ανεκτικότητ
ες
κλητική
ανεκτικότητ
α
ανεκτικότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανεκτικότητα
<
ανεκτικός
+
-ότητα
< (
ελληνιστική κοινή
)
ἀνεκτικός
<
αρχαία ελληνική
ἀνέχομαι
<
ἀνέχω
<
ἔχω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ανεκτικότητα
θηλυκό
το να είναι κάποιος
ανεκτικός
, η
ιδιότητα
τού
ανεκτικού
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ανεκτικός
,
ανέχομαι
και
έχω
Συνώνυμα
επεξεργασία
ανοχή
υπομονετικότητα
υπομονή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανεκτικότητα
αγγλικά
:
tolerance
(en)
,
forbearance
(en)
,
patience
(en)
γαλλικά
:
tolérance
(fr)
,
permissivité
(fr)