Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανεκτικότητα οι ανεκτικότητες
      γενική της ανεκτικότητας των ανεκτικοτήτων
    αιτιατική την ανεκτικότητα τις ανεκτικότητες
     κλητική ανεκτικότητα ανεκτικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεκτικότητα < ανεκτικός + -ότητα < (ελληνιστική κοινήἀνεκτικός < αρχαία ελληνική ἀνέχομαι < ἀνέχω < ἔχω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανεκτικότητα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία