Ετυμολογία

επεξεργασία

forbearance < forbear + -ance[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fɔːˈbɛːɹən(t)s/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /fɔɹˈbeɹən(t)s/ (ΗΠΑ)
ΔΦΑ : /foːˈbiəɹɘn(t)s/ (ΝΖ)

  Επίθετο

επεξεργασία

forbearance (en)

  1. μακροθυμία, υπομονή, ανεκτικότητα
     συνώνυμα: patience, restraint, (παρωχημένο, σπάνιο) thole
  2. επιείκια

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. forbearance - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)