Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπομονετικότητα οι υπομονετικότητες
      γενική της υπομονετικότητας των υπομονετικοτήτων
    αιτιατική την υπομονετικότητα τις υπομονετικότητες
     κλητική υπομονετικότητα υπομονετικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπομονετικότητα < υπομονετικός + -ότητα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπομονετικότητα θηλυκό

  • το να είναι κάποιος υπομονετικός, η ιδιότητα του υπομονετικού
    Πιστεύω πολύ στην ομάδα μου. Περιμένω από τον κόσμο μας, που θα γεμίσει το γήπεδο στον πρώτο αγώνα, να δείξει υπομονετικότητα, όπως έκανε σε όλα τα προηγούμενα παιχνίδια, από το πρώτο έως το τελευταίο λεπτό. Δεν θα δώσουμε έναν τελικό, μας περιμένουν δύο αγώνες. (*)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία