Δείτε επίσης: υπομονητικός, ὑπομονητικός, ὑπομενετικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπομονετικός η υπομονετική το υπομονετικό
      γενική του υπομονετικού της υπομονετικής του υπομονετικού
    αιτιατική τον υπομονετικό την υπομονετική το υπομονετικό
     κλητική υπομονετικέ υπομονετική υπομονετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπομονετικοί οι υπομονετικές τα υπομονετικά
      γενική των υπομονετικών των υπομονετικών των υπομονετικών
    αιτιατική τους υπομονετικούς τις υπομονετικές τα υπομονετικά
     κλητική υπομονετικοί υπομονετικές υπομονετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπομονετικός < συμφυρμός των αρχαίων λέξεων ὑπομονητικός & ὑπομενετικός[1] < ὑπομένω

  Επίθετο

επεξεργασία

υπομονετικός, -ή, -ό και υπομονητικός

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη υπομένω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία