Κατηγορία:Συμφυρμοί (νέα ελληνικά)

Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Ετυμολογία » Μορφολογία » Συντομεύσεις » Συμφυρμοί «««
Συμφυρμός: η συνένωση δύο συγγενών γλωσσικών στοιχείων για την παραγωγή ενός νέου, ανάμεικτου.