δουνάκα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δουνάκα < συμφυρμός των εδώ + να[1]
Επίρρημα επεξεργασία
δουνάκα
- (τοπικό επίρρημα, ιδιωματικό, προφορικό) σε αυτό το μέρος,[1] εδωνά
Άλλες μορφές επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
- Δάρνακας / Νταρνάκας (< δάρι + νάκα)[2]
- Δαρνακοχώρια / Νταρνακοχώρια
Μεταφράσεις επεξεργασία
δουνάκα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 «Γλωσσάριο δαρνάκικων λέξεων. Συλλογή Χρ. Κούρτη», Πανσερραϊκό Ημερολόγιο 10 (1984), Σέρρες: έκδοση Σταύρου Κοταμανίδη, σ. 63.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 Σοφία Αποστολοπούλου, «Τα φαινόμενα της αποβολής των άτονων υψηλών φωνηέντων/i, u/ και της στένωσης στο ιδίωμα των Δαρνακοχωρίων του νομού Σερρών», Πέλοπας - Pelopas 4,1 (Ιανουάριος - Ιούνιος 2020), σ. 57, ISSN 2529-1831. Στο researchgate.net· πρόσβαση: 2021-06-22.