στραμπουλάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στραμπουλάω < σταμπουλ(ώ) + νεότερο επίθημα -άω < στραμπουλίζω < μεσαιωνική ελληνική στραμπουλίζω[1] συμφυρμός των:
- ιταλική strambo < δημώδης λατινική *strambus < λατινική strabus < αρχαία ελληνική στραβός (αντιδάνειο)
- + μεσαιωνική ελληνική στραγγουλίζω[2])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /stɾam.buˈla.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρα‐μπου‐λά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαστραμπουλάω/στραμπουλώ, αόρ.: στραμπούλησα/-ηξα, παθ.φωνή: στραμπουλιέμαι, π.αόρ.: στραμπουλήθηκα/-ήχτηκα, μτχ.π.π.: στραμπουληγμένος/στραμουλημένος
- (προφορικό) προκαλώ διάστρεμμα
- ⮡ πέφτω και στραμπουλάω το πόδι μου
- άλλες μορφές: παράλληλος τύπος στραμπουλίζω (συγκρίνετε τους ρηματικούς τύπους)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαόλες οι μορφές:
- στραμπουλάω / στραμπουλώ - στραμπουλίζω
- στραγγουλάω / στραγγουλώ - στραγγουλίζω
- οι ρηματικοί τύποι των -άω/ώ κατά την κλίση ζουπάω, των -ίζω κατά την κλίση -ίζω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- στραγγούληγμα / στραγγούλημα / στραγγούλισμα
- στραγγουλώ / στραγγουλίζω
- στραμπούληγμα / στραμπούλημα / στραμπούλισμα
- στραμπουληγματάκι
- στραμπουληγμένος / στραμπουλημένος / στραμπουλισμένος
Κλίση
επεξεργασίακλίση 'ζουπάω'' → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ στραμπουλάω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ στραμπουλάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας