Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας dislocate
γ΄ ενικό ενεστώτα dislocates
αόριστος dislocated
παθητική μετοχή dislocated
ενεργητική μετοχή dislocating

  Ετυμολογία επεξεργασία

dislocate < dis- + locate

  Ρήμα επεξεργασία

dislocate (en)

  • εξαρθρώνω, βγάζω ένα κόκκαλο από την κανονική του θέση
    I dislocate my shoulder.
    Εξαρθρώνω/Βγάζω τον ώμο μου.
    He fell and dislocated his knee.
    Έπεσε και εξάρθρωσε το γόνατό του.

  Πηγές επεξεργασία