στραμπουλίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στραμπουλίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική στραμπουλίζω[1] < ιταλική strambo + μεσαιωνική ελληνική στραγγουλίζω (συμφυρμός[2])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /stɾam.buˈli.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρα‐μπου‐λί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαστραμπουλίζω, αόρ.: στραμπούλιξα, παθ.φωνή: στραμπουλίζομαι, π.αόρ.: στραμπουλίχτηκα, μτχ.π.π.: στραμπουλιγμένος [3]
- (προφορικό) άλλη μορφή του στραμπουλάω / στραμπουλώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στραμπουλίζω | στραμπούλιζα | θα στραμπουλίζω | να στραμπουλίζω | στραμπουλίζοντας | |
β' ενικ. | στραμπουλίζεις | στραμπούλιζες | θα στραμπουλίζεις | να στραμπουλίζεις | στραμπούλιζε | |
γ' ενικ. | στραμπουλίζει | στραμπούλιζε | θα στραμπουλίζει | να στραμπουλίζει | ||
α' πληθ. | στραμπουλίζουμε | στραμπουλίζαμε | θα στραμπουλίζουμε | να στραμπουλίζουμε | ||
β' πληθ. | στραμπουλίζετε | στραμπουλίζατε | θα στραμπουλίζετε | να στραμπουλίζετε | στραμπουλίζετε | |
γ' πληθ. | στραμπουλίζουν(ε) | στραμπούλιζαν στραμπουλίζαν(ε) |
θα στραμπουλίζουν(ε) | να στραμπουλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στραμπούλιξα | θα στραμπουλίξω | να στραμπουλίξω | στραμπουλίξει | ||
β' ενικ. | στραμπούλιξες | θα στραμπουλίξεις | να στραμπουλίξεις | στραμπούλιξε | ||
γ' ενικ. | στραμπούλιξε | θα στραμπουλίξει | να στραμπουλίξει | |||
α' πληθ. | στραμπουλίξαμε | θα στραμπουλίξουμε | να στραμπουλίξουμε | |||
β' πληθ. | στραμπουλίξατε | θα στραμπουλίξετε | να στραμπουλίξετε | στραμπουλίξτε | ||
γ' πληθ. | στραμπούλιξαν στραμπουλίξαν(ε) |
θα στραμπουλίξουν(ε) | να στραμπουλίξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στραμπουλίξει | είχα στραμπουλίξει | θα έχω στραμπουλίξει | να έχω στραμπουλίξει | ||
β' ενικ. | έχεις στραμπουλίξει | είχες στραμπουλίξει | θα έχεις στραμπουλίξει | να έχεις στραμπουλίξει | έχε στραμπουλιγμένο | |
γ' ενικ. | έχει στραμπουλίξει | είχε στραμπουλίξει | θα έχει στραμπουλίξει | να έχει στραμπουλίξει | ||
α' πληθ. | έχουμε στραμπουλίξει | είχαμε στραμπουλίξει | θα έχουμε στραμπουλίξει | να έχουμε στραμπουλίξει | ||
β' πληθ. | έχετε στραμπουλίξει | είχατε στραμπουλίξει | θα έχετε στραμπουλίξει | να έχετε στραμπουλίξει | έχετε στραμπουλιγμένο | |
γ' πληθ. | έχουν στραμπουλίξει | είχαν στραμπουλίξει | θα έχουν στραμπουλίξει | να έχουν στραμπουλίξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) στραμπουλιγμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) στραμπουλιγμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) στραμπουλιγμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) στραμπουλιγμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στραμπουλίζομαι | στραμπουλιζόμουν(α) | θα στραμπουλίζομαι | να στραμπουλίζομαι | ||
β' ενικ. | στραμπουλίζεσαι | στραμπουλιζόσουν(α) | θα στραμπουλίζεσαι | να στραμπουλίζεσαι | ||
γ' ενικ. | στραμπουλίζεται | στραμπουλιζόταν(ε) | θα στραμπουλίζεται | να στραμπουλίζεται | ||
α' πληθ. | στραμπουλιζόμαστε | στραμπουλιζόμαστε στραμπουλιζόμασταν |
θα στραμπουλιζόμαστε | να στραμπουλιζόμαστε | ||
β' πληθ. | στραμπουλίζεστε | στραμπουλιζόσαστε στραμπουλιζόσασταν |
θα στραμπουλίζεστε | να στραμπουλίζεστε | (στραμπουλίζεστε) | |
γ' πληθ. | στραμπουλίζονται | στραμπουλίζονταν στραμπουλιζόντουσαν |
θα στραμπουλίζονται | να στραμπουλίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στραμπουλίχτηκα | θα στραμπουλιχτώ | να στραμπουλιχτώ | στραμπουλιχτεί | ||
β' ενικ. | στραμπουλίχτηκες | θα στραμπουλιχτείς | να στραμπουλιχτείς | στραμπουλίξου | ||
γ' ενικ. | στραμπουλίχτηκε | θα στραμπουλιχτεί | να στραμπουλιχτεί | |||
α' πληθ. | στραμπουλιχτήκαμε | θα στραμπουλιχτούμε | να στραμπουλιχτούμε | |||
β' πληθ. | στραμπουλιχτήκατε | θα στραμπουλιχτείτε | να στραμπουλιχτείτε | στραμπουλιχτείτε | ||
γ' πληθ. | στραμπουλίχτηκαν στραμπουλιχτήκαν(ε) |
θα στραμπουλιχτούν(ε) | να στραμπουλιχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω στραμπουλιχτεί | είχα στραμπουλιχτεί | θα έχω στραμπουλιχτεί | να έχω στραμπουλιχτεί | στραμπουλιγμένος | |
β' ενικ. | έχεις στραμπουλιχτεί | είχες στραμπουλιχτεί | θα έχεις στραμπουλιχτεί | να έχεις στραμπουλιχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει στραμπουλιχτεί | είχε στραμπουλιχτεί | θα έχει στραμπουλιχτεί | να έχει στραμπουλιχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε στραμπουλιχτεί | είχαμε στραμπουλιχτεί | θα έχουμε στραμπουλιχτεί | να έχουμε στραμπουλιχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε στραμπουλιχτεί | είχατε στραμπουλιχτεί | θα έχετε στραμπουλιχτεί | να έχετε στραμπουλιχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν στραμπουλιχτεί | είχαν στραμπουλιχτεί | θα έχουν στραμπουλιχτεί | να έχουν στραμπουλιχτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι στραμπουλιγμένος - είμαστε, είστε, είναι στραμπουλιγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν στραμπουλιγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν στραμπουλιγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι στραμπουλιγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι στραμπουλιγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι στραμπουλιγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι στραμπουλιγμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία στραμπουλίζω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ στραμπουλίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ στραμπουλώ, στραμπουλίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)