Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /stɾam.buˈli.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρα‐μπου‐λί‐ζο‐μαι

στραμπουλίζομαι, π.αόρ.: στραμπουλίχτηκα, μτχ.π.π.: στραμπουλιγμένος, (ενεργ.: στραμπουλίζω)