διάστρεμμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διάστρεμμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διάστρεμμα < → δείτε τη λέξη διαστρέφω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈði̯a.stɾe.ma/ & /ˈðʝa.stɾe.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ά‐στρεμ‐μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
διάστρεμμα ουδέτερο