entorse
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- entorse < αρχαίο γαλλικό ρήμα entordre
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
entorse | entorses |
entorse (fr) θηλυκό
- το διάστρεμμα
- (μεταφορικά) η παρέκκλιση
- une entorse au règlement - μια παρέκκλιση από τον κανονισμό