Ετυμολογία

επεξεργασία
entorse < αρχαίο γαλλικό ρήμα entordre

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
entorse entorses

entorse (fr) θηλυκό

  1. το διάστρεμμα
  2. (μεταφορικά) η παρέκκλιση
    une entorse au règlement - μια παρέκκλιση από τον κανονισμό