Δείτε επίσης: διατρέφω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαστρέφω < αρχαία ελληνική διαστρέφω < διά + στρέφω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯aˈstɾe.fo/ & /ðʝaˈstɾe.fo/

  Ρήμα επεξεργασία

διαστρέφω (παθητική φωνή: διαστρέφομαι)

  1. μεταβάλλω κάτι, ενίοτε με διαστροφικό τρόπο (κάνοντάς το μη φυσιολογικό ή αφύσικο)
  2. διαστρεβλώνω
     συνώνυμα: παραποιώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία