παραποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραποιώ < ελληνιστική κοινή παραποιῶ, συνηρημένος τύπος του παραποιέω < αρχαία ελληνική παραποιέω / παραποιῶ ('παρωδώ) < (παρά) παρα- + ποιέω / ποιῶ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.ɾa.piˈo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐ποι‐ώ
Ρήμα
επεξεργασίαπαραποιώ (παθητική φωνή: παραποιούμαι)
- αλλοιώνω κάτι με σκοπό να επωφεληθώ
- ήθελε να παραποιήσει τη φωτογραφία του για να μην τον αναγνωρίζουν
- οι ψευδομάρτυρες συνήθως παραποιούν τα γεγονότα
- οι δηλώσεις μου διαστρεβλώθηκαν, τα γεγονότα παραποιήθηκαν
- (ειδικότερα) παραχαράζω
Συγγενικά
επεξεργασία- απαραποίητος
- παραποιημένος
- παραποίηση
- παραποιητικός
- → και δείτε τις λέξεις παρά και ποιώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραποιώ | παραποιούσα | θα παραποιώ | να παραποιώ | παραποιώντας | |
β' ενικ. | παραποιείς | παραποιούσες | θα παραποιείς | να παραποιείς | (παραποίει) | |
γ' ενικ. | παραποιεί | παραποιούσε | θα παραποιεί | να παραποιεί | ||
α' πληθ. | παραποιούμε | παραποιούσαμε | θα παραποιούμε | να παραποιούμε | ||
β' πληθ. | παραποιείτε | παραποιούσατε | θα παραποιείτε | να παραποιείτε | παραποιείτε | |
γ' πληθ. | παραποιούν(ε) | παραποιούσαν(ε) | θα παραποιούν(ε) | να παραποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παραποίησα | θα παραποιήσω | να παραποιήσω | παραποιήσει | ||
β' ενικ. | παραποίησες | θα παραποιήσεις | να παραποιήσεις | παραποίησε | ||
γ' ενικ. | παραποίησε | θα παραποιήσει | να παραποιήσει | |||
α' πληθ. | παραποιήσαμε | θα παραποιήσουμε | να παραποιήσουμε | |||
β' πληθ. | παραποιήσατε | θα παραποιήσετε | να παραποιήσετε | παραποιήστε | ||
γ' πληθ. | παραποίησαν παραποιήσαν(ε) |
θα παραποιήσουν(ε) | να παραποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παραποιήσει | είχα παραποιήσει | θα έχω παραποιήσει | να έχω παραποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις παραποιήσει | είχες παραποιήσει | θα έχεις παραποιήσει | να έχεις παραποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει παραποιήσει | είχε παραποιήσει | θα έχει παραποιήσει | να έχει παραποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παραποιήσει | είχαμε παραποιήσει | θα έχουμε παραποιήσει | να έχουμε παραποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε παραποιήσει | είχατε παραποιήσει | θα έχετε παραποιήσει | να έχετε παραποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παραποιήσει | είχαν παραποιήσει | θα έχουν παραποιήσει | να έχουν παραποιήσει |
|
Παθητική φωνή: → λείπει η κλίση