↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραποίηση οι παραποιήσεις
      γενική της παραποίησης* των παραποιήσεων
    αιτιατική την παραποίηση τις παραποιήσεις
     κλητική παραποίηση παραποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παραποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παραποίηση < ελληνιστική κοινή παραποίησις « αρχαία ελληνική παραποιέω / παραποιῶ < παρά + ποιέω / ποιῶ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.ɾaˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρα‐ποί‐η‐ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παραποίηση θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία