πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραποίηση οι παραποιήσεις
      γενική της παραποίησης* των παραποιήσεων
    αιτιατική την παραποίηση τις παραποιήσεις
     κλητική παραποίηση παραποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παραποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.ɾaˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παραποίηση

Ουσιαστικό

επεξεργασία