Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
counterfeit
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Επίθετο
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
counterfeit
(en)
(
χωρίς παραθετικά
)
πλαστός
,
κίβδηλος
⮡
Upon inspection, the bills proved to be
counterfeit
.
Μετά από έλεγχο τα χαρτονομίσματα αποδείχθηκαν
πλαστά
.
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη
λέξη
fake
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
counterfeit
counterfeits
counterfeit
(en)
(
επίσημο
)
η
απομίμηση
⮡
Beware of
counterfeits
which are on the market with a slight variation of some well-known firm’s brand.
Προσέχετε τις
απομιμήσεις
που κυκλοφορούν με μικρή παραλλαγή του ονόματος κάποιας γνωστής φίρμας.
Πηγές
επεξεργασία
counterfeit (adjective)
-
Oxford Learner's Dictionaries
counterfeit (noun)
-
Oxford Learner's Dictionaries
counterfeit (verb)
-
Oxford Learner's Dictionaries