πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραχάραξη οι παραχαράξεις
      γενική της παραχάραξης* των παραχαράξεων
    αιτιατική την παραχάραξη τις παραχαράξεις
     κλητική παραχάραξη παραχαράξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παραχαράξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

παραχάραξη θηλυκό

  1. η παραγωγή πλαστού εγγράφου, τίτλου, ιδίως πλαστού χαρτονομίσματος ή κίβδηλου κέρματος
  2. η παραποίηση
    δεν θα δεχτούμε την παραχάραξη της ιστορίας

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία