↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραμόρφωση οι παραμορφώσεις
      γενική της παραμόρφωσης* των παραμορφώσεων
    αιτιατική την παραμόρφωση τις παραμορφώσεις
     κλητική παραμόρφωση παραμορφώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παραμορφώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παραμόρφωση < παραμορφώνω + -ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παραμόρφωση θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παραμορφώνω
  2. (μουσική) εφέ κιθάρας ή πετάλι που κάνει τον ήχο τραχύ (υπάρχουν και κιθαροπετάλια άλλης διαμόρφωσης)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία