Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

distortion (en)

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του distort, η διαστρέβλωση
  2. η παραποίηση της αλήθειας
    The story he told was a bit of a distortion.
  3. θόρυβος που προκαλείται κατά την ηλεκτρονική αναπαραγωγή της μουσικής
    This recording sounds awful due to the distortion.
  4. ένα εφέ στην ηλεκτρική κιθάρα