Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εφέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική effet[1] < παλαιά γαλλική effet < λατινική effectus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος efficio < facio < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰeh₁- (τίθημι)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈfe/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εφέ ουδέτερο άκλιτο

  1. οπτικό, ηχητικό ή άλλο στοιχείο (σε κινηματογραφικό έργο, θεατρική παράσταση κ.λπ.) που (με εντυπωσιακό συνήθως τρόπο) τραβά την προσοχή κάποιου ή προσδίδει αληθοφάνεια
  2. εντύπωση, αίσθηση (συνήθως στην έκφραση κάνω εφέ), που αποσκοπεί στην προσέλκυση της προσοχής και στην πρόκληση θαυμασμού

Άλλες γραφές επεξεργασία

  • εφφέ (παρωχημένη γραφή)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία