εφέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εφέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική effet[1] < παλαιά γαλλική effet < λατινική effectus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος efficio < facio < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰeh₁- (τίθημι)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εφέ ουδέτερο άκλιτο
- οπτικό, ηχητικό ή άλλο στοιχείο (σε κινηματογραφικό έργο, θεατρική παράσταση κ.λπ.) που (με εντυπωσιακό συνήθως τρόπο) τραβά την προσοχή κάποιου ή προσδίδει αληθοφάνεια
- εντύπωση, αίσθηση (συνήθως στην έκφραση κάνω εφέ), που αποσκοπεί στην προσέλκυση της προσοχής και στην πρόκληση θαυμασμού
Άλλες γραφές επεξεργασία
- εφφέ (παρωχημένη γραφή)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ εφέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας