Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eˈfe/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εφέ ουδέτερο άκλιτο

  1. οπτικό, ηχητικό ή άλλο στοιχείο (σε κινηματογραφικό έργο, θεατρική παράσταση κ.λπ.) που (με εντυπωσιακό συνήθως τρόπο) τραβά την προσοχή κάποιου ή προσδίδει αληθοφάνεια
  2. εντύπωση, αίσθηση (συνήθως στην έκφραση κάνω εφέ), που αποσκοπεί στην προσέλκυση της προσοχής και στην πρόκληση θαυμασμού

Άλλες γραφές

επεξεργασία
  • εφφέ (παρωχημένη γραφή)

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία