Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
effect
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
Επεξεργασία
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
effect
(en)
το
αποτέλεσμα
το
εφέ
η
ισχύς
(όταν κάτι αρχίζει να ισχύει)
come into
effect
- τίθεμαι σε ισχύ
in effect
: στην πραγματικότητα, στην πράξη
Πολυλεκτικοί όροι
Επεξεργασία
side effect