ενικός         πληθυντικός  
effect effects

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

effect (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η επίδραση, η επίπτωση, το αποτέλεσμα, η ενέργεια
    ⮡  The punishment has no effect on him.
    Η τιμωρία δεν είχε επίδραση πάνω του.
    ⮡  When the effect of the medicine wore off…
    Όταν πέρασε η επίδραση του φαρμάκου…
    ⮡  Overprotective mothers have a devastating effect on their children.
    Οι υπερπροστατευτικές μητέρες ασκούν ολέθρια επίδραση στα παιδιά τους.
    ⮡  Every mistake has an effect.
    Κάθε λάθος έχει επίπτωση.
    ⮡  My advice had no effect on him.
    Οι συμβουλές μου δεν είχαν αποτέλεσμα σ' αυτόν.
    ⮡  The drug had no effect.
    Το φάρμακο δεν είχε ενέργεια.
     συνώνυμα:  impact, influence και repercussion
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η εντύπωση, μια συγκεκριμένη εμφάνιση, ήχος ή εντύπωση που κάποιος, όπως ένας καλλιτέχνης ή ένας συγγραφέας, θέλει να δημιουργήσει
    ⮡  The overall effect of the painting is overwhelming.
    Η συνολική εντύπωση του πίνακα είναι συντριπτική.
    ⮡  The lighting give the effect of a moonlit scene.
    Ο φωτισμός δίνει την εντύπωση μιας σεληνόφωτης σκηνής.
  3. (μόνο πληθυντικός) τα εφέ, στοιχεία εντυπωσιασμού που χρησιμοποιούνται για να προσελκύσουν την προσοχή του θεατή ή του ακροατή
    ⮡  sound/light effects - ηχητικά/φωτιστικά εφέ
    ⮡  The film has a lot of visual effects.
    Η ταινία έχει πολλά οπτικά εφέ.
    ⮡  Special effects play a big role in the movie.
    Τα ειδικά εφέ παίζουν μεγάλο ρόλο στην ταινία.
  4. (μόνο πληθυντικός, επίσημο) τα είδη
    ⮡  personal effects - προσωπικά είδη

Εκφράσεις

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία