effect
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
effect | effects |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαeffect (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η επίδραση, η επίπτωση, το αποτέλεσμα, η ενέργεια
- ⮡ The punishment has no effect on him.
- Η τιμωρία δεν είχε επίδραση πάνω του.
- ⮡ When the effect of the medicine wore off…
- Όταν πέρασε η επίδραση του φαρμάκου…
- ⮡ Overprotective mothers have a devastating effect on their children.
- Οι υπερπροστατευτικές μητέρες ασκούν ολέθρια επίδραση στα παιδιά τους.
- ⮡ Every mistake has an effect.
- Κάθε λάθος έχει επίπτωση.
- ⮡ My advice had no effect on him.
- Οι συμβουλές μου δεν είχαν αποτέλεσμα σ' αυτόν.
- ⮡ The drug had no effect.
- Το φάρμακο δεν είχε ενέργεια.
- ≈ συνώνυμα: impact, influence και repercussion
- ⮡ The punishment has no effect on him.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η εντύπωση, μια συγκεκριμένη εμφάνιση, ήχος ή εντύπωση που κάποιος, όπως ένας καλλιτέχνης ή ένας συγγραφέας, θέλει να δημιουργήσει
- ⮡ The overall effect of the painting is overwhelming.
- Η συνολική εντύπωση του πίνακα είναι συντριπτική.
- ⮡ The lighting give the effect of a moonlit scene.
- Ο φωτισμός δίνει την εντύπωση μιας σεληνόφωτης σκηνής.
- ⮡ The overall effect of the painting is overwhelming.
- (μόνο πληθυντικός) τα εφέ, στοιχεία εντυπωσιασμού που χρησιμοποιούνται για να προσελκύσουν την προσοχή του θεατή ή του ακροατή
- ⮡ sound/light effects - ηχητικά/φωτιστικά εφέ
- ⮡ The film has a lot of visual effects.
- Η ταινία έχει πολλά οπτικά εφέ.
- ⮡ Special effects play a big role in the movie.
- Τα ειδικά εφέ παίζουν μεγάλο ρόλο στην ταινία.
- (μόνο πληθυντικός, επίσημο) τα είδη
- ⮡ personal effects - προσωπικά είδη
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- effect - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 321. ISBN 9780194325684., λήμμα: επίδραση