impact
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- impact < λατινική impactus < inpingo < pango < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₂g-
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɪm.pækt/ (ουσιαστικό)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
impact | impacts |
impact (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | impact |
γ΄ ενικό ενεστώτα | impacts |
αόριστος | impacted |
παθητική μετοχή | impacted |
ενεργητική μετοχή | impacting |
impact (en)
Πηγές επεξεργασία
- impact (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- impact (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 321. ISBN 9780194325684., λήμμα: επίδραση
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- impact < λατινική impactus < inpingo < pango < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₂g-
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
impact | impacts |
impact (fr) αρσενικό
- το πλήγμα, το κρούσμα, η κρούση
- η επίδραση
- o αντίκτυπος