Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

impact < λατινική impactus < inpingo < pango < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₂g-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɪm.pækt/ (ουσιαστικό)
ΔΦΑ : /ɪmˈpækt/ (ρήμα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
impact impacts

impact (en)

  1. κρούση, πρόσκρουση
  2. επίπτωση, αντίκτυπος
  3. απήχηση
  4. η επίδραση
    the impact of new ideas on young people - η επίδραση των νέων ιδεών στη νεολαία
    All this hard work is starting to have an impact on his health.
    Όλη αυτή η σκληρή δουλειά αρχίζει να έχει επίδραση στην υγεία του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη effect

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας impact
γ΄ ενικό ενεστώτα impacts
αόριστος impacted
παθητική μετοχή impacted
ενεργητική μετοχή impacting

impact (en)

  1. μπήγω, ενσφηνώνω
  2. συμπιέζω
  3. προσκρούω, συγκρούομαι
  4. επηρεάζω

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

impact < λατινική impactus < inpingo < pango < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₂g-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɛ̃.pakt/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
impact impacts

impact (fr) αρσενικό

  1. το πλήγμα, το κρούσμα, η κρούση
  2. η επίδραση
  3. o αντίκτυπος

Συγγενικά επεξεργασία