προσκρούω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσκρούω < αρχαία ελληνική προσκρούω < πρός (προσ-) + κρούω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾosˈkɾu.o/ (με διακριτό το πρόθημα)
- παλιότερος συλλαβισμός : προσ‐κρού‐ω
- ΔΦΑ : /pɾoˈskɾu.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σκρού‐ω
Ρήμα επεξεργασία
προσκρούω
- χτυπάω πάνω σε κάτι, ενώ κινούμαι
- (μεταφορικά) αντιμάχομαι, είμαι ενάντιος σε κάτι
Συγγενικά επεξεργασία
- πρόσκρουση
- προσκρουστήρας
- → δείτε τις λέξεις προς και κρούω
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
προσκρούω
Πηγές επεξεργασία
- προσκρούω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προσκρούω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.