impacter
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- impacter < (άμεσο δάνειο) αγγλική to impact
Ρήμα επεξεργασία
impacter (fr)
Σημειώσεις επεξεργασία
- γαλλική περιφραστική πρόταση: avoir un impact, avoir une incidence, avoir des répercussions.