Ετυμολογία

επεξεργασία
incidence < incident

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
incidence incidences

incidence (fr) θηλυκό

  1. η πρόσπτωση
  2. η επίπτωση

Συγγενικά

επεξεργασία