Δείτε επίσης: ἐπηρεάζω

Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

επηρεάζω < λόγιο < αρχαία ελληνική ἐπηρεάζω (προσβάλλω, προσπαθώ να βλάψω)[1] (Δείτε ἐπήρεια)

  Προφορά Επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.pi.ɾeˈa.zo/

  Ρήμα Επεξεργασία

επηρεάζω, αόρ.: επηρέασα, παθ.φωνή: επηρεάζομαι, π.αόρ.: επηρεάστηκα, μτχ.π.π.: επηρεασμένος

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Σημειώσεις Επεξεργασία

Κλίση Επεξεργασία

  Μεταφράσεις Επεξεργασία

  Αναφορές Επεξεργασία