επηρεάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επηρεάζω < λόγιο < αρχαία ελληνική ἐπηρεάζω (προσβάλλω, προσπαθώ να βλάψω)[1] (Δείτε ἐπήρεια)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pi.ɾeˈa.zo/
Ρήμα
επεξεργασίαεπηρεάζω, αόρ.: επηρέασα, παθ.φωνή: επηρεάζομαι, π.αόρ.: επηρεάστηκα, μτχ.π.π.: επηρεασμένος
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επηρεάζω | επηρέαζα | θα επηρεάζω | να επηρεάζω | επηρεάζοντας | |
β' ενικ. | επηρεάζεις | επηρέαζες | θα επηρεάζεις | να επηρεάζεις | επηρέαζε | |
γ' ενικ. | επηρεάζει | επηρέαζε | θα επηρεάζει | να επηρεάζει | ||
α' πληθ. | επηρεάζουμε | επηρεάζαμε | θα επηρεάζουμε | να επηρεάζουμε | ||
β' πληθ. | επηρεάζετε | επηρεάζατε | θα επηρεάζετε | να επηρεάζετε | επηρεάζετε | |
γ' πληθ. | επηρεάζουν(ε) | επηρέαζαν επηρεάζαν(ε) |
θα επηρεάζουν(ε) | να επηρεάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επηρέασα | θα επηρεάσω | να επηρεάσω | επηρεάσει | ||
β' ενικ. | επηρέασες | θα επηρεάσεις | να επηρεάσεις | επηρέασε | ||
γ' ενικ. | επηρέασε | θα επηρεάσει | να επηρεάσει | |||
α' πληθ. | επηρεάσαμε | θα επηρεάσουμε | να επηρεάσουμε | |||
β' πληθ. | επηρεάσατε | θα επηρεάσετε | να επηρεάσετε | επηρεάστε | ||
γ' πληθ. | επηρέασαν επηρεάσαν(ε) |
θα επηρεάσουν(ε) | να επηρεάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επηρεάσει | είχα επηρεάσει | θα έχω επηρεάσει | να έχω επηρεάσει | ||
β' ενικ. | έχεις επηρεάσει | είχες επηρεάσει | θα έχεις επηρεάσει | να έχεις επηρεάσει | ||
γ' ενικ. | έχει επηρεάσει | είχε επηρεάσει | θα έχει επηρεάσει | να έχει επηρεάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επηρεάσει | είχαμε επηρεάσει | θα έχουμε επηρεάσει | να έχουμε επηρεάσει | ||
β' πληθ. | έχετε επηρεάσει | είχατε επηρεάσει | θα έχετε επηρεάσει | να έχετε επηρεάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επηρεάσει | είχαν επηρεάσει | θα έχουν επηρεάσει | να έχουν επηρεάσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επηρεάζομαι | επηρεαζόμουν(α) | θα επηρεάζομαι | να επηρεάζομαι | ||
β' ενικ. | επηρεάζεσαι | επηρεαζόσουν(α) | θα επηρεάζεσαι | να επηρεάζεσαι | ||
γ' ενικ. | επηρεάζεται | επηρεαζόταν(ε) | θα επηρεάζεται | να επηρεάζεται | ||
α' πληθ. | επηρεαζόμαστε | επηρεαζόμαστε επηρεαζόμασταν |
θα επηρεαζόμαστε | να επηρεαζόμαστε | ||
β' πληθ. | επηρεάζεστε | επηρεαζόσαστε επηρεαζόσασταν |
θα επηρεάζεστε | να επηρεάζεστε | (επηρεάζεστε) | |
γ' πληθ. | επηρεάζονται | επηρεάζονταν επηρεαζόντουσαν |
θα επηρεάζονται | να επηρεάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επηρεάστηκα | θα επηρεαστώ | να επηρεαστώ | επηρεαστεί | ||
β' ενικ. | επηρεάστηκες | θα επηρεαστείς | να επηρεαστείς | επηρεάσου | ||
γ' ενικ. | επηρεάστηκε | θα επηρεαστεί | να επηρεαστεί | |||
α' πληθ. | επηρεαστήκαμε | θα επηρεαστούμε | να επηρεαστούμε | |||
β' πληθ. | επηρεαστήκατε | θα επηρεαστείτε | να επηρεαστείτε | επηρεαστείτε | ||
γ' πληθ. | επηρεάστηκαν επηρεαστήκαν(ε) |
θα επηρεαστούν(ε) | να επηρεαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω επηρεαστεί | είχα επηρεαστεί | θα έχω επηρεαστεί | να έχω επηρεαστεί | επηρεασμένος | |
β' ενικ. | έχεις επηρεαστεί | είχες επηρεαστεί | θα έχεις επηρεαστεί | να έχεις επηρεαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει επηρεαστεί | είχε επηρεαστεί | θα έχει επηρεαστεί | να έχει επηρεαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε επηρεαστεί | είχαμε επηρεαστεί | θα έχουμε επηρεαστεί | να έχουμε επηρεαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε επηρεαστεί | είχατε επηρεαστεί | θα έχετε επηρεαστεί | να έχετε επηρεαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν επηρεαστεί | είχαν επηρεαστεί | θα έχουν επηρεαστεί | να έχουν επηρεαστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι επηρεασμένος - είμαστε, είστε, είναι επηρεασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν επηρεασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν επηρεασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι επηρεασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι επηρεασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι επηρεασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι επηρεασμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ επηρεάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας