Δείτε επίσης: επηρεάζω

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπηρεάζω < ἐπήρεια

  Ρήμα επεξεργασία

ἐπηρεάζω

  1. απειλώ, φοβερίζω
  2. μιλάω περιφρονητικά
  3. παρενοχλώ με θράσος