παρενοχλώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρενοχλώ < αρχαία ελληνική παρενοχλέω / παρενοχλῶ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.ɾe.noˈxlo/
Ρήμα
επεξεργασίαπαρενοχλώ
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παρενοχλώ | παρενοχλούσα | θα παρενοχλώ | να παρενοχλώ | παρενοχλώντας | |
β' ενικ. | παρενοχλείς | παρενοχλούσες | θα παρενοχλείς | να παρενοχλείς | (παρενόχλει) | |
γ' ενικ. | παρενοχλεί | παρενοχλούσε | θα παρενοχλεί | να παρενοχλεί | ||
α' πληθ. | παρενοχλούμε | παρενοχλούσαμε | θα παρενοχλούμε | να παρενοχλούμε | ||
β' πληθ. | παρενοχλείτε | παρενοχλούσατε | θα παρενοχλείτε | να παρενοχλείτε | παρενοχλείτε | |
γ' πληθ. | παρενοχλούν(ε) | παρενοχλούσαν(ε) | θα παρενοχλούν(ε) | να παρενοχλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παρενόχλησα | θα παρενοχλήσω | να παρενοχλήσω | παρενοχλήσει | ||
β' ενικ. | παρενόχλησες | θα παρενοχλήσεις | να παρενοχλήσεις | παρενόχλησε | ||
γ' ενικ. | παρενόχλησε | θα παρενοχλήσει | να παρενοχλήσει | |||
α' πληθ. | παρενοχλήσαμε | θα παρενοχλήσουμε | να παρενοχλήσουμε | |||
β' πληθ. | παρενοχλήσατε | θα παρενοχλήσετε | να παρενοχλήσετε | παρενοχλήστε | ||
γ' πληθ. | παρενόχλησαν παρενοχλήσαν(ε) |
θα παρενοχλήσουν(ε) | να παρενοχλήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παρενοχλήσει | είχα παρενοχλήσει | θα έχω παρενοχλήσει | να έχω παρενοχλήσει | ||
β' ενικ. | έχεις παρενοχλήσει | είχες παρενοχλήσει | θα έχεις παρενοχλήσει | να έχεις παρενοχλήσει | ||
γ' ενικ. | έχει παρενοχλήσει | είχε παρενοχλήσει | θα έχει παρενοχλήσει | να έχει παρενοχλήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παρενοχλήσει | είχαμε παρενοχλήσει | θα έχουμε παρενοχλήσει | να έχουμε παρενοχλήσει | ||
β' πληθ. | έχετε παρενοχλήσει | είχατε παρενοχλήσει | θα έχετε παρενοχλήσει | να έχετε παρενοχλήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παρενοχλήσει | είχαν παρενοχλήσει | θα έχουν παρενοχλήσει | να έχουν παρενοχλήσει |
|