υποβάλλω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υποβάλλω < αρχαία ελληνική ὑποβάλλω < ὑπό + βάλλω
Ρήμα
επεξεργασίαυποβάλλω
- καταθέτω ένα έγγραφο σε ανώτερη αρχή
- υποβάλλω μία πρόταση, αίτηση, αναφορά
- αναγκάζω κάποιον να υποστεί κάτι
- τον υπέβαλαν σε φοβερά βασανιστήρια
- σχηματίζω στον ψυχικό κόσμο κάποιου μια ιδέα ή εντύπωση με έμμεσο τρόπο
- ο συγγραφέας υποβάλλει την εντύπωση ...
- καθηλώνω κάποιον με ένα έργο τέχνης
- με υποβάλλει αυτή η μουσική