καθηλώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καθηλώνω < ελληνιστική κοινή καθηλόω / καθηλῶ < κατά + αρχαία ελληνική ἧλος (καρφί) ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική clouer[1])
Ρήμα
επεξεργασίακαθηλώνω, πρτ.: καθήλωνα, στ.μέλλ.: θα καθηλώσω, αόρ.: καθήλωσα, παθ.φωνή: καθηλώνομαι, μτχ.π.π.: καθηλωμένος
- με τις ενέργειές μου αναγκάζω κάποιον να μένει (σχετικά) ακίνητος ή να κινείται σε πολύ περιορισμένο χώρο
- οι ισχυροί άνεμοι καθήλωσαν τα αεροπλάνα στο έδαφος
- ≈ συνώνυμα: ακινητοποιώ
- (μεταφορικά) εντυπωσιάζω, συναρπάζω
- (μεταφορικά) περιορίζω, εμποδίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- ακαθήλωτος
- αποκαθηλωμένος
- αποκαθηλώνω
- αποκαθήλωση
- εγκαθήλωμα
- εγκαθήλωση
- καθήλωμα
- καθηλωμένος
- καθήλωση
- καθηλώσιμος
- καθηλωτικός
- → δείτε τις λέξεις κατά και ήλος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καθηλώνω | καθήλωνα | θα καθηλώνω | να καθηλώνω | καθηλώνοντας | |
β' ενικ. | καθηλώνεις | καθήλωνες | θα καθηλώνεις | να καθηλώνεις | καθήλωνε | |
γ' ενικ. | καθηλώνει | καθήλωνε | θα καθηλώνει | να καθηλώνει | ||
α' πληθ. | καθηλώνουμε | καθηλώναμε | θα καθηλώνουμε | να καθηλώνουμε | ||
β' πληθ. | καθηλώνετε | καθηλώνατε | θα καθηλώνετε | να καθηλώνετε | καθηλώνετε | |
γ' πληθ. | καθηλώνουν(ε) | καθήλωναν καθηλώναν(ε) |
θα καθηλώνουν(ε) | να καθηλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καθήλωσα | θα καθηλώσω | να καθηλώσω | καθηλώσει | ||
β' ενικ. | καθήλωσες | θα καθηλώσεις | να καθηλώσεις | καθήλωσε | ||
γ' ενικ. | καθήλωσε | θα καθηλώσει | να καθηλώσει | |||
α' πληθ. | καθηλώσαμε | θα καθηλώσουμε | να καθηλώσουμε | |||
β' πληθ. | καθηλώσατε | θα καθηλώσετε | να καθηλώσετε | καθηλώστε | ||
γ' πληθ. | καθήλωσαν καθηλώσαν(ε) |
θα καθηλώσουν(ε) | να καθηλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καθηλώσει | είχα καθηλώσει | θα έχω καθηλώσει | να έχω καθηλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις καθηλώσει | είχες καθηλώσει | θα έχεις καθηλώσει | να έχεις καθηλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει καθηλώσει | είχε καθηλώσει | θα έχει καθηλώσει | να έχει καθηλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καθηλώσει | είχαμε καθηλώσει | θα έχουμε καθηλώσει | να έχουμε καθηλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε καθηλώσει | είχατε καθηλώσει | θα έχετε καθηλώσει | να έχετε καθηλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καθηλώσει | είχαν καθηλώσει | θα έχουν καθηλώσει | να έχουν καθηλώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία καθηλώνω
- ↑ καθηλώνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)