Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καθήλωση οι καθηλώσεις
      γενική της καθήλωσης* των καθηλώσεων
    αιτιατική την καθήλωση τις καθηλώσεις
     κλητική καθήλωση καθηλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καθηλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καθήλωση < ελληνιστική κοινή καθήλωσις (κάρφωμα) < καθηλόω / καθηλῶ < κατά + αρχαία ελληνική ἧλος (καρφί)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καθήλωση θηλυκό

  1. ο (εκούσιος ή ακούσιος) εξαναγκασμός σε ακινησία
     συνώνυμα: ακινητοποίηση
  2. η παρεμπόδιση
  3. ο περιορισμός σε χαμηλά επίπεδα και η παρεμπόδιση της περαιτέρω εξέλιξης ή ανέλιξης

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία