Ετυμολογία

επεξεργασία
immobilisation < immobiliser

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.mɔ.bi.li.za.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
immobilisation immobilisations

immobilisation (fr) θηλυκό