περαιτέρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περαιτέρω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περαιτέρω → δείτε και τις λέξεις πέρα και πέραν
Επίρρημα επεξεργασία
περαιτέρω
- από ένα σημείο και μετά
- επιπλέον
- επακόλουθα
Επίθετο επεξεργασία
περαιτέρω άκλιτο
Ουσιαστικό επεξεργασία
περαιτέρω ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο
- τα όσα θα ακολουθήσουν
- ↪ αφού υπογράψουμε το συμβόλαιο θα επικοινωνήσουμε ξανά για τα περαιτέρω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ως ουσιαστικό
Πηγές επεξεργασία
- περαιτέρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περαιτέρω < περαίτερος, συγκριτικός βαθμός του περαῖος < πέρα (επίρρημα)[1]
Επίρρημα επεξεργασία
περαιτέρω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.