περαιτέρω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- περαιτέρω < αρχαία ελληνική περαιτέρω (συγκριτικός βαθμός του περαῖος) < αρχαία ελληνική πέρα
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
περαιτέρω
- από ένα σημείο και μετά
- επιπλέον
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
περαιτέρω ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο
- τα όσα θα ακολουθήσουν κατ' ανάγκη
- αφού υπογράψουμε το συμβόλαιο θα επικοινωνήσουμε ξανά για τα περαιτέρω