ἧλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἧλος | οἱ | ἧλοι |
γενική | τοῦ | ἥλου | τῶν | ἥλων |
δοτική | τῷ | ἥλῳ | τοῖς | ἥλοις |
αιτιατική | τὸν | ἧλον | τοὺς | ἥλους |
κλητική ὦ! | ἧλε | ἧλοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἥλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἥλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἧλος < *ϝαλ-σος - αβέβαιης ετυμολογίας κατά τον Beekes.[1]. Είτε, < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wal- < *wel- / *welʷ- [2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἧλος αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- ἥλῳ ἐκκρούειν τὸν ἧλον (παροιμία)
- εναλλακτικά ἥλῳ ὁ ἦλος (ἐκκρούεται)
- εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ἧλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἧλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.