Δείτε επίσης: ἥλωσις
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ήλωση οι ηλώσεις
      γενική της ήλωσης* των ηλώσεων
    αιτιατική την ήλωση τις ηλώσεις
     κλητική ήλωση ηλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ηλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ήλωση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἥλω(σις)[1] (κάρφωμα) + -ση < ἧλος, απόδοση για την αγγλική nailing[2] Διαφορετική η αγγλική λέξη helosis (πάθηση των βλεφάρων) από το εἴλω (τυλίγω) και το γένος των φυτών Helosis.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ήλωση θηλυκό

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

σχετικοί αγγλικοί όροι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ἥλωσις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. λήμμα «ήλος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.