• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

οστό

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.3 Σύνθετα
      • 1.2.4 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οστό τα οστά
      γενική του οστού των οστών
    αιτιατική το οστό τα οστά
     κλητική οστό οστά
όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

οστό < αρχαία ελληνική ὀστέον / ὀστοῦν < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃ésth₁ / *h₃osth₁- (οστό)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

οστό ουδέτερο

  • οποιοδήποτε μέρος σκελετού ζώου

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • κόκαλο

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • οστέινος
  • οστικός

ΣύνθεταΕπεξεργασία

  • ελεφαντοστό
  • οστεοπόρωση
  • οστεοβλάστη
  • οστεϊχθύες

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    οστό
  • αγγλικά : bone (en)
  • γαλλικά : os (fr)
  • εσπεράντο : osto (eo)
  • ισπανικά : hueso (es)
  • πολωνικά : kość (pl)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=οστό&oldid=4035554"
Τελευταία επεξεργασία στις 27 Απριλίου 2019, στις 18:01

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 27 Απριλίου 2019, στις 18:01.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie