Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οστεοβλάστη οι οστεοβλάστες
      γενική της οστεοβλάστης των οστεοβλαστών
    αιτιατική την οστεοβλάστη τις οστεοβλάστες
     κλητική οστεοβλάστη οστεοβλάστες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οστεοβλάστη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ostéoblaste[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική osteoblast[1] < αρχαία ελληνική ὀστέον + βλάστη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οστεοβλάστη θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 οστεοβλάστηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)