αναπτύσσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναπτύσσω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναπτύσσω < ἀνά + πτύσσω (διπλώνω) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική développer [1][2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.naˈpti.so/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐πτύσ‐σω
Ρήμα
επεξεργασίααναπτύσσω, αόρ.: ανέπτυξα, παθ.φωνή: αναπτύσσομαι, π.αόρ.: αναπτύχθηκα, μτχ.π.π.: ανεπτυγμένος/αναπτυγμένος
- απλώνω, ξετυλίγω, ανοίγω μια κατασκευή
- ↪ Οι δυνάμεις του εχθρού αναπτύχθηκαν σε όλο το εύρος του μετώπου.
- ↪ Οι επιφάνειες του κύβου ή της πυραμίδας αναπτύσσονται στο επίπεδο, αλλά της σφαίρας όχι, και γι' αυτό το λόγο οι χάρτες δεν είναι ποτέ απολύτως ακριβείς.
- αυξάνω, μεγαλώνω, επεκτείνω
- ↪ η οικονομία αναπτύσσεται
- ↪ Θέλω να επεκταθώ, αλλά για να αναπτυχθεί η επιχείρηση χρειάζονται κεφάλαια.
- αυξάνω σωματικά
- ↪ το παιδί πρέπει να τρώει καλά γιατί αναπτύσσεται
- εξελίσσω πνευματικά ή ψυχικά, προάγω
- ↪ Ο άνθρωπος χρειάζεται εμπειρίες για να αναπτυχθεί ο εγκέφαλος και οι ικανότητές του.
- παρουσιάζω ένα θέμα εξηγώντας τα βασικά του στοιχεία
- ↪ το θέμα δεν αναπτύχθηκε σωστά
- αυξάνω
- ↪ Το ΙΧ των ληστών ανέπτυξε ταχύτητα και χάθηκε μέσα στη νύχτα.
- δημιουργώ, σχηματίζω
- ↪ ανάμεσά τους αναπτύχθηκε γρήγορα μια τρυφερή σχέση
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναπτύσσω | ανέπτυσσα | θα αναπτύσσω | να αναπτύσσω | αναπτύσσοντας | |
β' ενικ. | αναπτύσσεις | ανέπτυσσες | θα αναπτύσσεις | να αναπτύσσεις | ανάπτυσσε | |
γ' ενικ. | αναπτύσσει | ανέπτυσσε | θα αναπτύσσει | να αναπτύσσει | ||
α' πληθ. | αναπτύσσουμε | αναπτύσσαμε | θα αναπτύσσουμε | να αναπτύσσουμε | ||
β' πληθ. | αναπτύσσετε | αναπτύσσατε | θα αναπτύσσετε | να αναπτύσσετε | αναπτύσσετε | |
γ' πληθ. | αναπτύσσουν(ε) | ανέπτυσσαν αναπτύσσαν(ε) |
θα αναπτύσσουν(ε) | να αναπτύσσουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανέπτυξα | θα αναπτύξω | να αναπτύξω | αναπτύξει | ||
β' ενικ. | ανέπτυξες | θα αναπτύξεις | να αναπτύξεις | ανάπτυξε | ||
γ' ενικ. | ανέπτυξε | θα αναπτύξει | να αναπτύξει | |||
α' πληθ. | αναπτύξαμε | θα αναπτύξουμε | να αναπτύξουμε | |||
β' πληθ. | αναπτύξατε | θα αναπτύξετε | να αναπτύξετε | αναπτύξτε | ||
γ' πληθ. | ανέπτυξαν αναπτύξαν(ε) |
θα αναπτύξουν(ε) | να αναπτύξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναπτύξει | είχα αναπτύξει | θα έχω αναπτύξει | να έχω αναπτύξει | ||
β' ενικ. | έχεις αναπτύξει | είχες αναπτύξει | θα έχεις αναπτύξει | να έχεις αναπτύξει | έχε αναπτυγμένο | |
γ' ενικ. | έχει αναπτύξει | είχε αναπτύξει | θα έχει αναπτύξει | να έχει αναπτύξει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναπτύξει | είχαμε αναπτύξει | θα έχουμε αναπτύξει | να έχουμε αναπτύξει | ||
β' πληθ. | έχετε αναπτύξει | είχατε αναπτύξει | θα έχετε αναπτύξει | να έχετε αναπτύξει | έχετε αναπτυγμένο | |
γ' πληθ. | έχουν αναπτύξει | είχαν αναπτύξει | θα έχουν αναπτύξει | να έχουν αναπτύξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αναπτυγμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αναπτυγμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αναπτυγμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αναπτυγμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναπτύσσομαι | αναπτυσσόμουν(α) | θα αναπτύσσομαι | να αναπτύσσομαι | αναπτυσσόμενος | |
β' ενικ. | αναπτύσσεσαι | αναπτυσσόσουν(α) | θα αναπτύσσεσαι | να αναπτύσσεσαι | αναπτύσσου | |
γ' ενικ. | αναπτύσσεται | αναπτυσσόταν(ε) | θα αναπτύσσεται | να αναπτύσσεται | ||
α' πληθ. | αναπτυσσόμαστε | αναπτυσσόμαστε αναπτυσσόμασταν |
θα αναπτυσσόμαστε | να αναπτυσσόμαστε | ||
β' πληθ. | αναπτύσσεστε | αναπτυσσόσαστε αναπτυσσόσασταν |
θα αναπτύσσεστε | να αναπτύσσεστε | αναπτύσσεστε | |
γ' πληθ. | αναπτύσσονται | αναπτύσσονταν αναπτυσσόντουσαν |
θα αναπτύσσονται | να αναπτύσσονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναπτύχθηκα | θα αναπτυχθώ | να αναπτυχθώ | αναπτυχθεί | ||
β' ενικ. | αναπτύχθηκες | θα αναπτυχθείς | να αναπτυχθείς | αναπτύξου | ||
γ' ενικ. | αναπτύχθηκε | θα αναπτυχθεί | να αναπτυχθεί | |||
α' πληθ. | αναπτυχθήκαμε | θα αναπτυχθούμε | να αναπτυχθούμε | |||
β' πληθ. | αναπτυχθήκατε | θα αναπτυχθείτε | να αναπτυχθείτε | αναπτυχθείτε | ||
γ' πληθ. | αναπτύχθηκαν αναπτυχθήκαν(ε) |
θα αναπτυχθούν(ε) | να αναπτυχθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αναπτυχθεί | είχα αναπτυχθεί | θα έχω αναπτυχθεί | να έχω αναπτυχθεί | ανεπτυγμένος | |
β' ενικ. | έχεις αναπτυχθεί | είχες αναπτυχθεί | θα έχεις αναπτυχθεί | να έχεις αναπτυχθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αναπτυχθεί | είχε αναπτυχθεί | θα έχει αναπτυχθεί | να έχει αναπτυχθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αναπτυχθεί | είχαμε αναπτυχθεί | θα έχουμε αναπτυχθεί | να έχουμε αναπτυχθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αναπτυχθεί | είχατε αναπτυχθεί | θα έχετε αναπτυχθεί | να έχετε αναπτυχθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αναπτυχθεί | είχαν αναπτυχθεί | θα έχουν αναπτυχθεί | να έχουν αναπτυχθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναπτύσσω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αναπτύσσω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αναπτύσσω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας