εξελίσσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξελίσσω < αρχαία ελληνική ἐξελίσσω
Ρήμα
επεξεργασίαεξελίσσω , πρτ.: εξέλισσα, στ.μέλλ.: θα εξελίξω, αόρ.: εξέλιξα, παθ.φωνή: εξελίσσομαι, μτχ.π.π.: εξελιγμένος
εξελίσσω , πρτ.: εξέλισσα, στ.μέλλ.: θα εξελίξω, αόρ.: εξέλιξα, παθ.φωνή: εξελίσσομαι, μτχ.π.π.: εξελιγμένος