ενεστώτας develop
γ΄ ενικό ενεστώτα develops
αόριστος developed
παθητική μετοχή developed
ενεργητική μετοχή developing

develop (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) αναπτύσσω, εξελίσσω, σταδιακά μεγαλώνω ή γίνομαι μεγαλύτερος, δυνατότερος κτλ. ή κάνω κάτι να μεγαλώσει
    ⮡  The chicken develops in the egg.
    Το κοτόπουλο αναπτύσσεται μέσα στο αυγό.
    ⮡  Reading develops one’s mind.
    Με το διάβασμα αναπτύσσεται το μυαλό.
    ⮡  Patras developed into a large town.
    Η Πάτρα αναπτύχθηκε σε μεγάλη πόλη.
    ⮡  Our network has developed significantly in recent years.
    Το δίκτυο μας αναπτύχθηκε σημαντικά τα τελευταία χρόνια.
    ⮡  I am developing my skills.
    Εξελίσσω τις δυνατότητές μου.

Συγγενικά

επεξεργασία