developed
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | developed |
συγκριτικός | more developed |
υπερθετικός | most developed |
developed (en)
- προηγμένος, για μια χώρα, κοινωνία κτλ. που έχει πολλές βιομηχανίες και πολύπλοκο οικονομικό σύστημα
- ↪ developed countries - προηγμένες χώρες
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
developed (en)